καταθήκη

καταθηλύνω

καταθλάω-ῶ
κατα·θηλύνω (part. pf. pass. -τεθηλυμμένος, Luc. Pisc. 31, ou -τεθηλυσμένος, Hpc. 290, 8) efféminer, amollir.