κατατιτράω-ῶ

κατατιτρώσκω

κατατοιχογραφέω-ῶ
κατα·τιτρώσκω (ao. κατέτρωσα) couvrir de blessures, Xén. An. 3, 4, 26 ; 4, 1, 10 ; Pol. 33, 7, 6, etc. ; fig. Phil. 2, 25.