Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταυγασμός
καταυγάστειρα
καταυγέω-ῶ
καταυγάστειρα,
ας,
adj. f.
qui brille, qui éclaire,
Orph.
8, 6
.
Étym.
καταυγάζω
.