καταξιόω-ῶ

κάταξις

καταξίως
κάταξις, εως () action de casser, Arstt. Meteor. 4, 9 ; Th. π. κόπ. § 18 ||
E Ion. κάτηξις, Hpc. 790.
Étym. κατάγνυμι.