καταζευγοτροφέω-ῶ

κατάζευξις

καταζήνασκον
κατάζευξις, εως ()
1 action d’atteler, d’accoupler, Plut. M. 750c ||
2 halte, campement, Plut. Syll. 28.
Étym. καταζεύγνυμι.