κατέγκειμαι

κατεγνυπωμένως

κατεγχειρέω-ῶ
κατεγνυπωμένως, adv. lâchement, Mén. (Phot. Bibl. p. 146, 7).
Étym. part. pf. pass. de καταγνυπόω.