κατεντυγχάνω

κατενῶπα

κατενώπιον
κατ·ενῶπα (ou p.-ê. κατ’ ἐνῶπα) en face de, gén. Il. 15, 320.
Étym. κ. *ἐνώψ, cf. ἐνωπή.