Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατεπιθλίϐω
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατ·επίθυμος,
ος, ον
[
ῡ
] possédé d’un désir,
Spt.
Judith
12, 16
.
Étym.
κ. ἐπιθυμέω
.