κατερειπόω-ῶ

κατερείπω

κατερεύγω
κατ·ερείπω (ao. κατήρειψα ; pf. pass. κατερήρειμμαι)
1 tr. renverser de fond en comble, détruire, Eur. Hec. 477 ; Str. 259 ; Hdn 8, 2, 11 ; fig. corrompre : τινά, Plut. Sol. 6, qqn ||
2 intr. (à l’ao. 2 κατήριπον [] Il. 5, 92 ; Thcr. Idyl. 13, 49, et au pf. κατερήριπα [] Il. 14, 55) tomber, s’abattre.