κατεργαστικός

κάτεργος

κατερείδω
κάτ·εργος, ος, ον, travaillé, Th. C.P. 5, 14, 5 ; subst. τὸ κάτεργον, Spt. Ex. 30, 16 ; 35, 20, travail, ouvrage.
Étym. κ. ἔργον.