Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσσύμενος
κατεσπευσμένως,
adv.
en toute hâte,
Plut.
M.
522
d
;
Diosc.
Ther.
præf. p. 422
e
.
Étym.
κατασπεύδω
.