Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατεσσύμενος
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κατεστραμμένως,
adv.
à la renverse, à rebours,
Plut.
M.
907
b
.
Étym.
κατεστραμμένος,
part. pf. pass. de
καταστρέφω
.