κατέσχον

κάτευγμα

κατευδαιμονίζω
κάτευγμα, ατος (τὸ)
1 vœu, souhait, Eschl. Ch. 218, Eum. 1021 ; en mauv. part, imprécation, Eschl. Sept. 709 ; Eur. Hipp. 1170 ||
2 don votif, Soph. O.R. 920.
Étym. κατεύχομαι.