κατεύνησις

κατευνήτειρα

κατευοδόω-ῶ
κατευνήτειρα, ας, adj. f. qui endort, qui apaise, Nonn. D. 33, 325 ; P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 994.
Étym. κατευνάω.