κατευορκέω-ῶ

κατευπαθέω-ῶ

κατευπορέω-ῶ
κατ·ευπαθέω-ῶ [πᾰ] dissiper dans la mollesse, Phryn. (Bkk. p. 47, 1).
Étym. κ. εὐπαθής.