κατευθικτέω-ῶ

κατευθύ

κατευθυντήρ
κατ·ευθύ, ou mieux κατ’ εὐθύ, adv. droit, directement, en droite ligne, Xén. Conv. 5, 5 ; Paus. 2, 11, 3.
Étym. κ. εὐθύς.