κατεύχομαι

κατευωχέω-ῶ

κατεφάλλομαι
κατ·ευωχέω-ῶ, traiter, régaler de, dat. Jos. A.J. 11, 6, 1 ; Clém. 172 ||
Moy. se régaler, Hdt. 1, 216 ; Str. 155.