καθαιμακτός

καθαιμάσσω

καθαιματόω-ῶ
καθ·αιμάσσω [κᾰ] (ao. καθῄμαξα) ensanglanter, Eschl. Eum. 450 ; Eur. Hec. 1126, etc. ; Plat. Phædr. 254e.