καθαιρέτης

καθαιρετικός

καθαιρετικῶς
καθαιρετικός, ή, όν []
1 propre à détruire, Phil. 2, 548, 561 ; Clém. 2, 492 Migne ||
2 propre à dissoudre, à résoudre, Gal. 13, 130 ; Diosc. 2, 124.
Étym. καθαιρέω.