καθαίρω

καθάλλομαι

καθαλμής
καθ·άλλομαι [κᾰ] (ao. -ηλάμην) sauter de haut en bas, avec ἀπό et le gén. Xén. Hell. 4, 5, 7, etc. ; fig. s’abattre sur, Il. 11, 298.