καθαλμής

κάθαλος

καθαμαξεύω
κάθ·αλος, ος, ον [ᾰᾰ]
1 pass. très salé, Diph. (Ath. 132e) ||
2 act. qui sale trop, Posidipp. (Ath. 662a).
Étym. κ. ἅλς.