Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθάρμοσις
καθαροποιέω-ῶ
καθαρός
καθαρο·ποιέω-ῶ
[
ᾰᾰ
] purifier,
Clém.
2, 85 Migne
.
Étym.
καθαρός, π.