καθεῖμαι

καθείμαρμαι

καθειμένος
καθ·είμαρμαι, seul. 3 sg. καθείμαρται, il est arrêté par les destins, Arr. Epict. 2, 6, 10 ; et part. καθειμαρμένος, Plut. Alex. 52, réglé par les destins.
Étym. κ. εἱμαρμένος.