καθεκτικός

καθεκτός

καθεκτῶς
καθεκτός, ή, όν [] qu’on peut arrêter, contenir, Dém. 515, 12 ; Plut. Pomp. 66, etc. ; ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι, Philstr. 818, se contenir.
Étym. vb. de κατέχω.