καθεψής

καθέψησις

καθεψιάομαι-ῶμαι
καθέψησις, εως, ion. ιος () [] forte cuisson, Hpc. 356, 27 ; DS. 1, 40 ||
E Ion. κατ. Hpc. l. c.
Étym. καθεψέω.