Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθέστηκα
καθεστηκότως
καθεστηκώς
καθεστηκότως,
adv.
d’une manière posée,
c. à d.
régulière, solide, assurée,
Arstt.
Pol.
8, 5
.
Étym.
καθεστηκώς
.