καθεύδω

καθεύρεμα

καθευρεσιλογέω-ῶ
καθεύρεμα, ατος (τὸ) [κᾰ] ce qu’on trouve, objet trouvé, Spt. Sir. 35, 9 et 12.
Étym. καθευρίσκω.