καθευρεσιλογέω-ῶ

καθευρίσκω

κάθεφθος
καθ·ευρίσκω [] découvrir, Luc. Oc. 68 ; au pass. καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, Soph. Ant. 395 (vulg., conj. καθῃρέθη) on l’a trouvée préparant la sépulture.