καθέψω

καθέω

καθεώρων
*καθ·έω, c. καθίζω (seul. ao. act. 3 sg. καθεῖσε, Il. 5, 36 ; 18, 389 ; 3 pl. κάθεσσαν, Pd. P. 5, 42 ; subj. 3 pl. καθέσωσι, Thc. 3, 104) ||
Moy. c. καθέζομαι (seul. ao. 3 sg. καθέσσατο, Anacr. 111 ; 3 pl. καθέσσαντο, Pd. P. 5, 45).