καθοίμην

καθολικός

καθολικῶς
καθολικός, ή, όν [] général, universel, Pol. 6, 5, 3, etc. ; καθολικῷ λόγῳ, Arstt. Plant. 2, 6, 1, en terme général (c. ὡς καθόλου εἰπεῖν) ; καθολικοὶ λόγοι, Hermog. ou καθολικώτεροι λόγοι, Sext. P. 2, 84, lieux communs ; ἡ καθολικὴ ἐκκλησία, Clém. 2, 548 Migne, l’Église universelle ou catholique.
Étym. καθόλου.