καθυλίζω

καθυλομανέω-ῶ

καθυμνέω-ῶ
καθ·υλομανέω-ῶ [ᾰῡᾰ] pousser follement (c. à d. à l’excès) en bois, Clém. 1, 329 Migne ; fig. Hpc. 1276, 41.