καθυπερτέρησις

καθυπέρτερος

καθυπηρετέω-ῶ
καθ·υπέρτερος, α, ον :
1 placé plus haut que, gén. Man. 6, 604 ||
2 fig. supérieur : τινος, Hdt. 7, 233 ; Xén. Mem. 4, 6, 14, à qqn ; abs. Eschl. Sept. 226 ; Thcr. 24, 97 ; κ. γίγνεσθαι τῷ πολέμῳ, Hdt. 1, 65, etc. devenir supérieur par la guerre ; adv. καθυπέρτερον, Thcr. 2, 60, au-dessus ||
E Ion. κατυπερτ. Hdt. ll. cc.
Étym. κ. ὑπέρ.