καθηγητήρ

καθηγητής

καθηγητικός
καθηγητής, οῦ () []
1 guide, conducteur, Numén. (Ath. 313d) ||
2 fig. précepteur, maître, DH. Thuc. 3 ; Plut. M. 70e.
Étym. καθηγέομαι.