κατικμάζω

κατικμαίνω

Κατιλίνας
κατ·ικμαίνω, humecter, mouiller, arroser, Lyc. 1053 ; Nonn. D. 11, 508 ||
Moy. se baigner, Poèt.
Étym. Suid. vo τινθαλέοισι.