Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατοικονομέω-ῶ
κάτοικος
κατοικοφθορέω-ῶ
κάτ·οικος,
ου
(
ὁ, ἡ
) habitant, habitante,
Arstt.
Œc.
2, 33 ;
Pol.
5, 65, 10,
etc.
Étym.
κ. οἶκος
.