Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατοικτίρω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίκτισις,
εως
(
ἡ
) [
ῐσ
] pitié, compassion,
Xén.
Cyr.
6, 1, 47
.
Étym.
κατοικτίζω
.