κατοκωχή

κατολιγωρέω-ῶ

κατολισθάνω
κατ·ολιγωρέω-ῶ [] négliger entièrement, gén. Lys. 166, 8 ; Lgn 13, 2 ; abs. être négligent : ἔν τινι, Diogén. Prov. 2, 75, pour qqe ch.