κατοφρυάομαι-ῶμαι

κατοφρυόομαι-οῦμαι

κατοχεύς
κατ·οφρυόομαι-οῦμαι (part. pf. κατωφρυωμένος)
1 porter le sourcil haut, c. à d. être hautain, arrogant, fig. Luc. Am. 53 ||
2 avoir des sourcils épais, Philstr. 100.
Étym. κ. ὀφρύς.