κατόψομαι

κατοψοφαγέω-ῶ

κατρεύς
κατ·οψοφαγέω-ῶ [φᾰ] (pf. κατωψοφάγηκα ; pl. q. pf. pass. κατωψοφαγήμην) consumer en bonne chère, Eschn. 13, 34 ; Ath. 186d.