κατόπτομαι

κάτοπτος

κατοπτρίζω
κάτοπτος, ος, ον :
1 qui est en vue de, gén. Eschl. Ag. 307 ||
2 visible, Thc. 8, 104, etc.
Étym. vb. de κατόψομαι.
κάτ·οπτος, ος, ον, grillé, rôti, Diosc. 1, 77.
Étym. κ. ὀπτός.