κατότι

κατουδαῖος

κατουλάς
κατ·ουδαῖος, ος, ον :
1 qui est sous terre, souterrain, Hh. Merc. 112, Call. Del. 142 ||
2 des enfers, Ath. 98b.
Étym. κ. οὖδας.