κατουρόω-ῶ

κατουτάω-ῶ

κατοφρυάομαι-ῶμαι
κατ·ουτάω-ῶ (seul. part. ao. 2 moy. poét. au sens pass. κατουτάμενος [τᾰ]) blesser grièvement, Q. Sm. 14, 318.