κατηχέω-ῶ

κατηχής

κατήχησις
*κατ·ηχής, seul. dor. κατ·αχής, ής, ές [ᾰᾱ] retentissant, Thcr. Idyl. 1, 7.
Étym. κ. ἠχώ.