κατηγορία

κατηγορικός

κατηγορικῶς
κατηγορικός, ή, όν :
1 qui concerne une accusation, Arstt. Rhet. Al. 5, 1 ; subst. ὁ κ. accusateur, Plut. Galb. 8 ||
2 affirmatif, p. opp. à στερητικός, Arstt. An. pr. 1, 5, etc.
Étym. κατήγορος.