κατηγορικῶς

κατήγορος

κατηγορουμένως
κατ·ήγορος, ου ()
1 accusateur, Hdt. 3, 71 ; 8, 88 ; Soph. Tr. 814 ; Plat. Ap. 18b, etc. ||
2 adj. (ὁ, ἡ) qui trahit, qui révèle, Eschl. Sept. 439 ; Xén. Œc. 20, 15.
Étym. κ. ἀγορεύω.