κατῆλιψ

κατηλογέω-ῶ

κάτηλυς
κατ·ηλογέω-ῶ, ne faire aucun cas de, acc. Hdt. 1, 84, etc. ; gén. Jos. A.J. 12, 4, 6 ; Parth. c. 23.
Étym. ion. c. *καταλογέω, de κ. ἀλογέω.