κατηφής

κατηφιάω-ῶ

κατηφίη
κατηφιάω-ῶ, c. κατηφέω, Plut. M. 119c ; Phil. 967c ||
E Part. prés. épq. κατηφιόων, A. Rh. 1, 461 ; 3, 123 ; Q. Sm. 3, 9.