κατηπειγμένως

κατηπιάω-ῶ

κατηρεμίζω
κατ·ηπιάω-ῶ, adoucir, seul. pass. (3 pl. impf. épq. κατηπιόωντο) s’adoucir, se calmer, Il. 5, 417.
Étym. κ. ἤπιος.