κατωτέρωθεν

κατωφαγᾶς

κατωφελής
κατω·φαγᾶς, () [ᾰᾰᾱ] sorte d’oiseau glouton (propr. l’avaleur) Ar. Av. 288.
Étym. κάτω, φαγεῖν.