κατώρυχος

κατώτατος

κατωτερικός
κατώτατος, η, ον [ᾰᾰ] très bas, le plus bas, Xén. Cyr. 6, 1, 52 ; plur. neutre adv. κατώτατα, Hdt. 7, 23, tout à fait en bas.
Étym. κάτω.